- επιλύομαι
- επιλύομαι, επιλύθηκα βλ. πίν. 6
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ἐπιλύομαι — ἐπιλύω loose pres ind mp 1st sg (epic) ἐπιλύ̱ομαι , ἐπιλύω loose pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιλύω — (AM ἐπιλύω) 1. λύνω, επιτυγχάνω την ορθή λύση προβλήματος, διαφοράς κ.λπ. 2. ερμηνεύω, εξηγώ, διασαφώ («χωρὶς δὲ παραβολῆς οὐκ ἐλάλει αὐτοῑς τὸν λόγον κατ’ ἰδίαν δὲ τοῑς μαθηταῑς αὐτοῡ ἐπέλυε πάντα», ΚΔ) αρχ. 1. απελευθερώνω 2. απελευθερώνω δούλο … Dictionary of Greek
προσεπιλύομαι — Μ απαλλάσσομαι, εκφράζομαι ελεύθερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιλύομαι «απαλλάσσομαι»] … Dictionary of Greek